- μπαρουτάδικο
- το [μπαρούτι]εργοστάσιο παραγωγής πυρίτιδας, πυριτιδοποιείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαρουτχανές — ο αποθήκη μπαρουτιού ή μπαρουτάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. barut (h)ane] … Dictionary of Greek
πυριτιδοποιείο — το, Ν 1. εργοστάσιο κατασκευής πυρίτιδας και άλλων πολεμικών και εκρηκτικών υλών, κν. μπαρουτάδικο 2. φρ. «Ελληνικό Πυριτιδοποιείο και Καλυκοποιείο» και συντμ. «ΠΥΡΚΑΛ» ελληνική εταιρεία παραγωγής πυρομαχικών για τις ανάγκες τού ελληνικού στρατού … Dictionary of Greek
Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… … Dictionary of Greek